βραγχιοφόρος

βραγχιοφόρος
-α, -ο
αυτός που φέρει βράγχια ως αναπνευστικά όργανα: Tα ψάρια είναι όλα βραγχιοφόρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”